- πετροβατεῖν
- πετροβατέωclimb rockspres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πετροβατώ — έω, Α [πετροβάτης] ανεβαίνω και περπατώ σε βράχους («τῶν στρατιωτῶν τοὺς πετροβατεῑν εἰωθότας», Διόδ.) … Dictionary of Greek